φυλλοβόλος

φυλλοβόλος
-α, -ο
(για φυτά), αυτό που το χειμώνα ρίχνει τα φύλλα του, που του πέφτουν τα φύλλα το χειμώνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φυλλοβόλος — α, ο / φυλλοβόλος, ον, ΝΜΑ (για πολυετή φυτά) αυτός τού οποίου τα φύλλα πέφτουν κατά το φθινόπωρο, αυτός τού οποίου τα φύλλα έχουν διάρκεια ζωής μιας μόνον βλαστητικής περιόδου και αποπίπτουν προς το τέλος της (α. «δένδρα αειθαλή και φυλλοβόλα» β …   Dictionary of Greek

  • φυλλοβόλοις — φυλλόβολος shedding leaves masc/fem/neut dat pl φυλλοβόλος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλλοβόλον — φυλλοβόλος masc/fem acc sg φυλλοβόλος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλλοβόλων — φυλλόβολος shedding leaves masc/fem/neut gen pl φυλλοβόλος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουτσουπιά — Φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δέντρο της οικογένειας των φαβιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι Cercis siliquastrum. Πρόκειται για πολυετές φυτό με αργή ανάπτυξη, που φθάνει σε ύψος τα 5 9 μ. Έχει ανώμαλη και αραιή κώμη, με κυρτές… …   Dictionary of Greek

  • φυλλοβόλα — φυλλοβόλος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγιόκλημα — Ονομασία διαφόρων αναρριχητικών θάμνων της οικογένειας των καπριφυλλιδών, που είναι γνωστοί και με την επιστημονική ονομασία τους, λονικέρα. Σε ορισμένα είδη τα φύλλα του τελευταίου ζεύγους της κορυφής των κλαδιών συνενώνονται στη βάση και… …   Dictionary of Greek

  • καλύκανθος — (καλύκανθος ο πολυανθής). Φυλλοβόλος θάμνος της οικογένειας των καλυκανθιδών (δικοτυλήδονα), ο οποίος κατάγεται από τη Βόρεια Αμερική. Φτάνει σε ύψος τα 1 2 μ., έχει ωοειδή, μυτερά, χνουδωτά φύλλα στην κάτω επιφάνεια και άνθη μονήρη ή κατά ζεύγη …   Dictionary of Greek

  • επετειόφυλλος — ἐπετειόφυλλος, ον (Α) αυτός που κάθε χρόνο χάνει τα φύλλα του και αποκτά νέα, ο φυλλοβόλος …   Dictionary of Greek

  • κυδωνιά — (Cydonia). Γένος καρποφόρων δέντρων της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα) και κοινή ονομασία του μοναδικού είδους του, Cydonia oblonga, το οποίο ήταν παλαιότερα γνωστό και με τις ονομασίες Pyrus cydonia και Cydonia vulgaris. Πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”